ψιλοκόβω

ψιλοκόβω
ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος
1. κόβω κάτι σε ψιλά κομμάτια.
2. ψιλοκοπανίζω, τρίβω κάτι σε λεπτή σκόνη: Είναι ψιλοκομμένος ο καφές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλοκόβω — ψιλοκόβω, ψιλόκοψα, ψιλοκομμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψιλοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι») 2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • κερματίζω — (Α κερματίζω) [κέρμα] κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω αρχ. 1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα 2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.) 3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα 4. συλλέγω κέρματα …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοτρίβω — ψιλότριψα, ψιλοτρίφτηκα, ψιλοτριμμένος, κοπανίζω κάτι σε λεπτή σκόνη, ψιλοκόβω, ψιλοκοπανίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”